- ελεφαντίσκος
- ο1) слонёнок; 2) маленький слон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεφαντίσκος — ο 1. μικρόσωμος ελέφαντας 2. μικρός σε ηλικία ελέφαντας … Dictionary of Greek